ἀγείρειν

ἀγείρειν
ἀγείρω
gather together
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Kolakretai — (Greek: κωλακρέται or κωλαγρέται) was the name of very ancient magistrates at Athens, who had the management of all financial matters in the time of the kings, at least as early as the 7th century BC.[1] They are said to have derived their name… …   Wikipedia

  • επονομάζω — (AM ἐπονομάζω) δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῡ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.) αρχ. 1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν …   Dictionary of Greek

  • χελίδονίζω — ΝΜΑ [χελιδών, όνος] 1. τερετίζω σαν χελιδόνι, φλυαρώ ακατάπαυστα 2. τραγουδώ το τραγούδι τού χελιδονισμού από πόρτα σε πόρτα («εἶδος δὲ τι τοῡ ἀγείρειν χελιδονίζειν οἱ Ῥόδιοι καλοῡσιν», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”